- γοερός
- -ή, -όεπίρρ. -ά θρηνητικός: Από μακριά ακουγόταν το γοερό κλάμα της χαροκαμένης μάνας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γοερός — mournful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερός — ή, ό (AM γοερός και γοηρός, ά, όν) [γόος] με γόους, θρηνητικός αρχ. αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
γοερά — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc/acc dual γοερά̱ , γοερός mournful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτερον — γοερός mournful adverbial comp γοερός mournful masc acc comp sg γοερός mournful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερῶν — γοερός mournful fem gen pl γοερός mournful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερόν — γοερός mournful masc acc sg γοερός mournful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοερώτατον — γοερός mournful masc acc superl sg γοερός mournful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοήμονα — γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοερός mournful masc/fem acc sg γοήμων neut nom/voc/acc pl γοήμων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραῖς — γοερός mournful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοεραί — γοερός mournful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)